Τρίτη 7 Μαΐου 2019

Αγάπη σημαίνει θυσιάζομαι.Διήγημα.

To παρόν διήγημα απέσπασε έπαινο στον 9ο Διαγωνισμό του 2018 του Ε.Π.Ο.Κ
Αγάπη σημαίνει θυσιάζομαι.


Γεννήθηκε σε μια παραδοσιακή ελληνική οικογένεια της επαρχίας του Μεσοπολέμου.
Η προσφυγική παρουσία στην μικρή επαρχιακή πόλη ήταν έντονη και το πανέμορφο κοριτσάκι  δέχτηκε τα πρώτα κανακέματα  από μια γυναίκα που το άφηνε η μάνα του όταν ήταν στις δουλειές της.
Η όμορφη σμυρνιά του έδειχνε αγάπη. Το γαλανομάτικο μωρό εξελισσόταν σε μια πανέμορφη έφηβη. Ήταν τόσο τυχερή που μεγάλωνε με την κυρά  Mατίνα μέσα στα χάδια, στις αγκαλιές, στα αρώματα και τα βιβλία! Είχε άλλα έξι αδέρφια μεγαλύτερα, τέσσερα κορίτσια και δύο αγόρια.
Οι γονείς ήταν μεγάλοι και πολύ ταλαιπωρημένοι, με αδρά χαρακτηριστικά και δίχως χαμόγελο. Είχαν δώσει τα σκήπτρα των οικονομικών στις μεγάλες, που δούλευαν στα κτήματα της οικογένειας.
Οι άτυποι κοινωνικοί κανόνες του τόπου ήθελαν τα κορίτσια σε κατώτερη θέση απ’ τα αγόρια. Η θέση της γυναίκας εκείνη την εποχή ήταν στο σπίτι, αλλά υπήρχε η δυνατότητα να εργαστούν αυτές που δεν είχαν πατέρα ή αδερφό ή σύζυγο ή ήταν ανίκανοι για εργασία. Ίσως αυτή ήταν η αιτία για το αυστηρό τους ύφος, για την σκληρή συμπεριφορά τους.

Εκτός από το βαθμό συγγένειας τίποτα κοινό δεν υπήρχε ανάμεσα στις μεγάλες και το στερνοπαίδι. Τα χρόνια για εκείνες πέρναγαν δουλεύοντας για να σπουδάσουν τα αγόρια αν το ήθελαν.
Ο έρωτας αποτελούσε μια από τις κυριότερες αμαρτίες, απαγορευμένη κατάσταση. Οι γονείς έδειχναν αδιάφοροι μπροστά στη θέα των κοριτσιών τους που έθαβαν τη ζωή τους ως θυσία για τα αγόρια της οικογένειας.
Ο ένα αδερφός αριστούχος σ’  εκείνες τις τραγικές εποχές έπρεπε να φύγει για την Αθήνα ώστε να παρακολουθήσει την ιατρική σχολή που λάτρευε. Για τις σπουδές του δεν υπήρχαν οικονομικά εμπόδια καθόσον οι αδερφές είχαν αναλάβει όλο το οικονομικό κόστος.
Ο άλλος  αδερφός  έφυγε απ’ το σπίτι με τη γυναίκα που αγαπούσε και έστησαν το σπιτικό τους στο διπλανό χωριό. Στην οικογένεια είχε μείνει η Ευτυχία, η μικρότερη. Είχε τελειώσει με άριστα το σχολείο πριν δυο χρόνια, αλλά οι δικοί της ήθελαν να την παντρέψουν με κάποιον από το χωριό ώστε να μείνει εκεί.Τα όνειρά της  ήταν άλλα αφού μαζί με τα παιχνίδια η γυναίκα που την μεγάλωνε στον προσφυγικό συνοικισμό, της εμφύτευσε και την αγάπη για τα βιβλία. Γνώριζε απέξω κι ανακατωτά όλη τη λογοτεχνική γενιά του 30.Θα σπούδαζε ελληνική ή  γαλλική φιλολογία έλεγε. Ενδεχόμενο για σπουδές δεν υπήρχε αφού στην Αθήνα πήγαιναν μόνο οι « ξεβγαλμένες».
Ήταν ένα πανέξυπνο πλάσμα με μάτια που απεικόνιζαν τους χρωματισμούς της Μεσογείου, σχεδίαζε το μέλλον της με πορφυρά μολύβια.
Την ενοχλούσε το αυστηρό, το απαισιόδοξο,το αγέλαστο ύφος της οικογένειάς της. Κοινωνικά κατατάσσονταν στους προύχοντες . Όχι μόνο δεν τους έλειψε το φαγητό, αλλά είχαν τ’ αμπάρια τους γεμάτα με όλα τα αγαθά. Με φόβο και παρρησία υπενθύμισε ακόμη μια μέρα στις αδερφές της πως θέλει να σπουδάσει. Αυτές οι στρυφνές γυναίκες μόνο  που δεν της χίμηξαν.
Για την ώρα είχαν κλεισμένη στο σπίτι να συγυρίζει και να ετοιμάζει το φαγητό για την οικογένεια και τους εργάτες.
Το καλοκαίρι που η φύση απολάμβανε τα στοργικά χάδια του ήλιου, στην περιοχή έρχονταν άνθρωποι από άλλα μέρη για να εργαστούν, κυρίως στο θέρισμα. Τα βραδάκια έμοιαζαν μαγικά με ανθρώπινη κίνηση, κουβέντες, αστεία, με την ευκαιρία στους κατοίκους να βγουν να περπατήσουν ως την πλατεία, να μιλήσουν, να αστειευτούν στο δρόμο της περατσάδας  όπως έλεγαν.
Η Ευτυχία δεν θα μπορούσε να έχει έξοδο σύμφωνα με το οικογενειακό πρωτόκολλο. Στάθηκε τυχερή όμως, γιατί απέναντι από το σπίτι τους έρχονταν για διακοπές μια οικογένεια αρχόντων όπως τους ονόμαζαν, με παιδιά στην ηλικία της και δεν έφερναν αντίρρηση οι δικοί της, όταν οι δικαστικοί (αυτή ήταν η ιδιότητα του ζευγαριού) ήθελαν την Ευτυχία παντού μαζί τους.
Όσο κρατούσε η βόλτα, τόσο άναβε φωτιές στις ανδρικές καρδιές, η μικρή κόρη του μπάρμπα Ηλία και της θεια Βαλάντως.  Η ομορφιά και η λάμψη της ήταν ακατανίκητες. Η ίδια δεν έδινε καμιά σημασία αφού ο σκοπός της δεν ήταν οι ερωτοδουλειές.
Ένα μεσημέρι που διάβαζε αρχαία τα οποία λάτρευε, περιμένοντας να ψηθεί το φαγητό για να το πάει στα κτήματα, ώστε να φάνε οι αδερφές της και η ομάδα των εργατών, κάποιος φώναξε απ ΄ το δρόμο. Ήταν ο κουμπάρος του πατέρα της, ένας ηλικιωμένος, αξιαγάπητος άνθρωπος που σπάνια εμφανιζόταν στο σπίτι τους.
-Καλώς τον κυρ Ανέστη είπε η Ευτυχία μόλις τον είδε. Πως κι από δώ;
- Ήθελα τον πατέρα σου Ευτυχούλα μου.
 -Έχει πάει στα κτήματα σήμερα κουμπάρε.
Είδε πως δίπλα του ήταν ένας νέος, σχεδόν στην ηλικία της, ψηλός με μεγάλα βαθιά πράσινα μάτια που της χαμογέλασε.
Ο κουμπάρος της ευχήθηκε καλό μεσημέρι και έφυγε με προορισμό τα κτήματα για να συναντήσει τον πατέρα της.
Λίγο αργότερα ήταν η ώρα που η Ευτυχία μετέφερε το φαγητό στο χωράφι.
Παρατήρησε τους γονείς της να την κοιτάζουν παράξενα και τις αδερφές της ως έχιδνες, έτοιμες να της ρίξουν το δηλητήριο. Απευθυνόμενη στον πατέρα της τον ενημέρωσε πως τον ήθελε ο κυρ Ανέστης. Η μάνα της, σαν ένα πράο πλάσμα όπως ήταν χαμογέλασε. Σηκώθηκε απ ΄ τη θέση της, λέγοντας πως θέλει να γυρίσει σπίτι μαζί με το στερνοπαίδι της σήμερα. Σαν έφτασαν στο σπίτι, η Ευτυχία έστρωσε το τραπέζι για να φάει η γερασμένη μάνα της.
Κατά τη διάρκεια του φαγητού η μάνα είπε στην μικρής της “Παιδί μου είσαι θησαυρός στην ψυχή, στο πρόσωπο, στο σώμα. Ξέρεις ο γιος του φίλου του κουμπάρου μας, από τον πέρα κάμπο, δε σταματάει να σε σκέφτεται .Σαστισμένη η μικρή της απάντησε  “Τι λες μάνα; Που με ξέρει; “
Κόρη μου  “Σε είδε από την πρώτη μέρα που ήρθε. Είπε στον κουμπάρο μας ότι σε θέλει για γυναίκα του. Αυτή την κουβέντα ήθελε να μας πει ο Ανέστης “.
Η Ευτυχία αισθάνθηκε έναν καταρράκτη συναισθημάτων και σκέψεων να την κυριεύουν. Βλέποντάς την προβληματισμένη η μάνα της αποφάσισε να την ενημερώσει ότι ο κουμπάρος έλαβε την εντολή απ ‘ τον πατέρα της να αρνηθεί κάθε πρόταση σχετικά με την επιθυμία του νέου.
Η μελιστάλαχτη κοπέλα, που ντυμένη στα μεταξωτά φουστάνια έμοιαζε με γαλέρα στο πέλαγος αρχικά ανακουφίστηκε αφού πλέον είχε ως στόχο της να πλησιάσει τον αδερφό της, έτσι ώστε να τον πείσει να την πάρει στην Αθήνα με σκοπό να εκπληρώσει το πρωταρχικό όνειρό της σχετικά με τις σπουδές. Ήθελε να πάει στο Πανεπιστήμιο και να αποκτήσει το πτυχίο της φιλοσοφικής σχολής. Τρεις μέρες ο νέος δεν κοιμόταν και στο μυαλό του έψαχνε τρόπο που θα έκανε την Ευτυχία γυναίκα του. Την τέταρτη μέρα προφασιζόμενος μια δικαιολογία δεν ακολούθησε τον κουμπάρο στη δουλειά, αφού η διαίσθησή του πλέον τον οδηγούσε. Ντύθηκε με το σκούρο μπλε παντελόνι και το λευκό πουκάμισο που είχε αγοράσει από την Αθήνα, χτένισε με μπριγιαντίνη τα σκούρα μαλλιά του που λαμποκοπούσαν και ξεκίνησε για το σπίτι της Ευτυχίας. Πλησιάζοντας από το πίσω δρομάκι που οδηγούσε στο γραφικό παραθυράκι της κουζίνας, άκουγε σαν από ηδύφωνους αγγέλους τους στίχους του Αττίκ σε Tango Ρωμαίικο του 1925  “τόσοι σου  ‘παν σ ‘ αγαπώ “ ......
Έστησε αυτί μέχρι που τελείωσε το τραγούδι και χτύπησε το τζάμι στο παραθυράκι με το γλυκό πράσινο χρώμα. Μόλις τον είδε χαμογέλασε με εμφανή αμηχανία αλλά ευχαρίστηση. Πριν συνειδητοποιήσει ποιος ήταν και τι ήθελε ο Δημήτρης είχε κυριολεκτικά κρεμαστεί απ ΄ το περβάζι και της έλεγε ότι ήταν τρελός γι ‘ αυτήν.
Σε λίγα λεπτά ένιωσαν κι οι δυο να χάνονται σ ΄ εκείνα τα γλυκά φιλιά που η φλόγα τους άναβε αιώνια πυρκαγιά. Όταν η Ευτυχία ξεπέρασε τον πρώτο κλονισμό του ζήτησε να φύγει.
Αυτός της εξήγησε κοιτώντας της στα μάτια πως δεν θα πάει πουθενά χωρίς αυτήν, πως δεν μπορεί να φανταστεί τη ζωή του μακριά της. Μέσα σε μια ώρα μάζεψε τα λιγοστά της ρούχα και βρέθηκαν να  ταξιδεύουν με το τρένο για τον τόπο του.
Η Ευτυχία έκανε όνειρα για τη νέα της ζωή αν και κάποιος φόβος δεν την άφηνε να χαρεί συνεχώς. Το απογευματάκι έφτασαν στον προορισμό τους αφού όπως όλα τα ταξίδια κι αυτό είχε το τέλος του. Εκείνο το βράδυ τους φιλοξένησε ένας συγγενής του που έμενε με τη γυναίκα του και τα δυο μωρά. Η Ευτυχούλα κυριεύτηκε από μια μελαγχολική διάθεση. Ζήτησε να ξαπλώσει χωρίς να φάει κάτι, αφού πρώτα συστήθηκε και ευχαρίστησε την οικογένεια που την δέχτηκε. Αυτός αφού διηγήθηκε την ιστορία στους συγγενείς, ξάπλωσε δίπλα της γεμάτος αγωνία για τη συνέχεια.
Είχε να αντιμετωπίσει μια μάνα αμόρφωτη και αδέρφια επίσης απαίδευτα. Σ ‘ αυτούς τους ανθρώπους έφερε ένα πλάσμα πολύ ανώτερο πνευματικά. Η σύγκρουση θα ήταν μεγάλη, το φοβόταν.
Την επόμενη μέρα την πήρε και την πήγε στην μάνα του που ζούσε με τον άρρωστο αδερφό του. Η γριά την κοίταξε ειρωνικά. Ο άρρωστος αδερφός αδιάφορος και η αδερφή που ζούσε με την οικογένειά της στο χωριό εμφανώς περιφρονητικά.
Ως κατοικία για να ξεκινήσουν τη ζωή τους, τους έδωσαν μια γωνιά στο στάβλο των αλόγων. Δεν αντέδρασε γιατί η αγάπη είχε ριζωθεί στην καρδιά της. Υπήρχαν στιγμές που επιθυμούσε το χορό της λήθης, ως λύση παρηγοριάς. Στο πρώτο ηλιοβασίλεμα έβλεπε τον ποτισμένο με αίμα ορίζοντα της ζωής της, μα κάθε βράδυ σαν επέστρεφε αυτός με το θεϊκό πρόσωπο και τα ελπιδοφόρα μελιά μάτια, ένας λαμπρός ήλιος με τεράστιο χαμόγελο ερχόταν μπροστά της.
Αυτή η πανέμορφη και καλλιεργημένη γυναίκα από το πλουσιόσπιτο, ήρθε στο στάβλο.
Δυο εβδομάδες μετά τον ερχομό της ο Δημήτρης της έφερε τον κουμπάρο τους που την επόμενη μέρα θα τους στεφάνωνε.
Ένα μήνα αργότερα μετακόμισαν απέναντι σε δυο δωμάτια του πλινθόκτιστου σπιτιού, δίπλα από την πεθερά της η οποία είχε την δυνατότητα να τους παραχωρήσει καλύτερο σπίτι.
Στη γενέτειρά της , η οικογένειά της ζούσε σε μια βαριά ατμόσφαιρα. Οι γονείς προσπαθούσαν να μάθουν για τη μικρή τους, χωρίς να καταλάβουν οι μεγάλες κόρες τους που την έβριζαν, τον πόνο που ένιωθαν για την ξαφνική απουσία του κοριτσιού τους. Ο αδερφός στο άλλο χωριό έστειλε ένα ξάδερφο της γυναίκας του  και συνάντησε το νέο ζευγάρι. Έγραψε τα νέα και στον αδερφό που σπούδαζε. Ας πάμε αδερφέ μου να τη δούμε έγραφε στο γράμμα.
Η Ευτυχούλα και ο Δημήτρης τους περίμεναν στο σταθμό του τρένου. Ένα χρόνο μετά οι δύο αδερφοί της πήγαιναν να την δουν από κοντά. Αυτή φορούσε ένα πλατύ χαμόγελο σαν τις ηλιαχτίδες του καλοκαιρινού μεσημεριού, με την εγκυμοσύνη να φαίνεται καθαρά πλέον.
Συγκινήθηκαν όλοι στο σταθμό. Τα δάκρυα πότισαν το νυχτολούλουδο που αυτή την ώρα είχε κλειστά τα πέταλά του. Αγκαλιάστηκαν τα τρία αδέρφια μαζί με τον Δημήτρη, ο οποίος ένιωθε άβολα αφού η μάνα του δεν τους είχε παραχωρήσει το σπίτι που έπρεπε. Ο εξοπλισμός του σπιτιού αποτελούνταν αποκλειστικά από τα απαραίτητα για το ζευγάρι.
Η Ευτυχία έλαμπε αυτές τις δυο μέρες που είχαν έρθει τα αδέρφια της.Ο Δημήτρης μια ευγενική φύση, ήταν χαρούμενος γιατί εκτιμούσε πολύ την οικογένεια της γυναίκας του.
Τα χρόνια κύλησαν και οι σχέσεις του ζευγαριού με την οικογένεια της συζύγου αποκαταστάθηκαν. Ήρθαν οι απόγονοι, πέντε στον αριθμό. Έζησαν οι τέσσερις, δυο κορίτσια και δυο αγόρια. Το ένα αγοράκι έφυγε λίγες ημέρες αφότου γνώρισε τον κόσμο.
Ο Δημήτρης έλειπε πολλούς μήνες το χρόνο πηγαίνοντας σε άλλα μέρη για δουλειά. Αυτή η απουσία έγινε μαρτύριο για την όμορφη και ευαίσθητη γυναίκα του. Η μάνα του και η αδερφή του την τυραννούσαν.
Το μίσος τους για αυτόν τον άγγελο ήταν τόσο έντονο που το γνώριζαν όλοι στο χωριό. Το πρώτο της παιδί ένα αγόρι με μεγάλα μαύρα μάτια και έντονη νοημοσύνη από τη μέρα της γέννησής του το έφερε στον κόσμο σ ‘ ένα στρώμα πάνω απ ‘τα άχυρα των αλόγων.
Ο Δημήτρης έλειπε και η απουσία του στάθηκε ως η μεγαλύτερη ευκαιρία ώστε η μάνα του να στερεί το φαγητό από τη λεχώνα που ως επακόλουθο είχε την μη δυνατότητα του θηλασμού. Φυσικά ούτε γάλα για το μωρό δεν της έδιναν. Μη έχοντας γάλα η Ευτυχία έδινε στο μωρό τσάι που της είχε στείλει αρκετό καιρό πριν σ ‘ ένα δέμα ο αδερφός της.
Η μορφωμένη αυτή προσωπικότητα προσπαθούσε να μεταδίδει τις γνώσεις της σε όλους. Στο νέο τόπο παρόλο που αρκετοί την ζήλευαν , οι περισσότεροι την εκτιμούσαν αφάνταστα.
Όταν λάμβανε δέματα από την πατρική της οικογένεια η πρώτη της ενέργεια ήταν να μοιράσει πράγματα στις φτωχές οικογένειες του χωριού, χωρίς η ίδια να είναι πλούσια. Η ίδια με υπομονή βλέποντας τις οικονομικές τους δυσκολίες, άρχισε να εργάζεται στους αγρούς. Υπήρξε ως μάνα και σύζυγος ανεκτίμητη, σπάνια μορφή. Μαζί με το Δημήτρη αναθρέψαν τα παιδιά τους με πολλή αγάπη και σπάνια χαρακτηριστικά ανεξάρτητα από τα οικονομικά προβλήματα της εποχής. Τους δίδασκαν τις άδολες και γνήσιες αρχές της ζωής, τους έμαθαν να στέκονται δίπλα στον άνθρωπο που υποφέρει. Τα μύησαν στην αγάπη για το βιβλίο και τη μάθηση.
Το μόνο γκρίζο σύννεφο σ ‘ αυτό το ζευγάρι που η αγάπη τους ήταν εμφανής έστεκε ο λάθος τρόπο που ο Δημήτρης χειριζόταν τη σχέση με την πατρική του οικογένεια.
Ο καιρός πέρναγε χωρίς σταματημό και τα παιδιά ακολούθησαν το δρόμο τους. Όλα αυτά τα χρόνια η Ευτυχία υπέφερε από καυγάδες και άγχος εξαιτίας πάντα των τρίτων που στην προκειμένη περίπτωση ήταν η μάνα και η αδερφή του Δημήτρη.
Ένα φθινοπωρινό απόγευμα που η φύση είχε μεταμορφωθεί σε ροζ νεράιδα από τα κυκλάμινα που φύτρωναν παντού, η Ευτυχία λιποθύμησε κολυμπώντας σε μια λίμνη αίματος. Το μικρότερο παιδί της που ήταν κοντά της τρομοκρατήθηκε. Την πήρε αγκαλιά και την έβαλε να ξαπλώσει ενώ το αίμα της έρεε. Τηλεφώνησε στον κοντινότερο γιατρό που έτρεξε και με μια ένεση της σταμάτησε την αιμορραγία. Όμως ξεκινούσε ένας αγώνας ο οποίος φυσικά  ακολούθησε τον δρόμο της ιατρικής και δεν άργησε να διαγνωστεί η ασθένεια. Από εκείνη την πικρόχολη είδηση ο Δημήτρης κυριεύτηκε από μαρασμό. Η Ευτυχία ήταν δυνατή και όταν συνήλθε οργανικά από το αιμορραγικό σοκ δεν έπαψε στιγμή να τον φροντίζει σαν μικρό παιδί καθόσον αρκετά χρόνια πριν ο ίδιος καθηλώθηκε από μια ασθένεια των αρθρώσεων. Η αγάπη της ακόμη και τότε που οι Συμπληγάδες έμοιαζαν απροσπέλαστες γινόταν πράξη.
Είχε πει κάποτε στα παιδιά της πως η αγάπη είναι το ιερότερο συναίσθημα για το οποίο αξίζουν οι θυσίες.
Υποβλήθηκε σε μεγάλη χειρουργική επέμβαση, ακολούθησε το μονοπάτι των θεραπειών. Για το Δημήτρη η μοίρα είχε ορίσει άλλα, να μη συνέλθει ποτέ από τον μαρασμό του.
Ξαφνικά ένα από τα πρώτα δειλινά της άνοιξης έφυγε σαν διαβατάρικο πουλί.
Σύμφωνα πάντα με τα λόγια ενός έμπιστου φίλου του κατά το χρονικό διάστημα που η Ευτυχία του πάλευε με το θεριό του καρκίνου, οι Ερινύες για τη λανθασμένη στάση του σχετικά με την συμπεριφορά των μελών της πατρικής του οικογένειας δεν του επέτρεψαν να ξαναχαμογελάσει και να ονειρευτεί.
Ήταν πικρό και αδιανόητο αλλά δεν άντεξε στην ιδέα πως για την αρρώστια της η αιτία ήταν το άγχος και οι στενοχώριες που είχε τραβήξει από το σόι του.
Την ίδια γνώμη που είχε η Ευτυχία για την αγάπη , την είχε και ο Δημήτρης. Μιλούσε για αυτήν την μαγική λέξη στα παιδιά του και τους τόνιζε πάντα  “αγάπη θα πει θυσιάζομαι, δεν υπάρχει ενδιάμεση κατάσταση “. Αγαπάς ή δεν αγαπάς. Όταν αγαπάς είσαι αποφασισμένος για όλα.
Έφυγαν με λίγους μήνες διαφορά ακολουθώντας ο ένας τον άλλον. Αυτή σύμφωνα με τα προφητικά  τους λεγόμενα ήταν η επισφράγιση της αληθινής αγάπης που τους ένωνε.
Πως να ήταν δύσκολο αυτό το ταξίδι αφού σύμφωνα με τον Κικέρωνα "Τίποτα δεν είναι δύσκολο γι ‘ αυτόν που αγαπάει";
Η ιστορία τους έμεινε για πάντα χαραγμένη στην ψυχή των παιδιών τους που πληγώθηκαν από το σχεδόν ταυτόχρονο ταξίδι στην αιωνιότητα. Ο καιρός έδειξε πως ουσιαστικά είναι πάντα δίπλα τους κι αυτό αποτελεί το μεγάλο βάλσαμο. Ακολούθησαν το ρητό που τους άφησαν παρακαταθήκη  “αγάπη θα πει θυσιάζομαι “.
Θυσιάστηκαν ουσιαστικά ο ένας για τον άλλο.

6 σχόλια:

Επιτάφιοι 2024.

Επιτάφιος, η κορύφωση του Θείου Δράματος, ο πόνος και το μοιρολόι, η αναμνήσεις που τρέχουν για τον καθένα μας.. Και φέτος με τη βοήθεια των...