Η Σμύρνη, η νύφη της Ανατολής όπως ονομάζεται από πολλούς, αποτελεί μία από τις αρχαιότερες πόλεις και λιμάνια της Μεσογείου, της αρχαίας Ιωνίας.Στο αφιέρωμα αυτό δε θα αναφερθώ σε λεπτομερή ιστορικά στοιχεία, αλλά θα παρουσιάσω τις εντυπώσεις -γραφόμενα, από διάφορους περιηγητές που ταξιδεύουν μέσα στα χρόνια, μαζί με έθιμα, ήθη και παραδόσεις της λατρεμένης πόλης.
Ο Jacob Salomon Bartholdy (1779 - 1825) ήταν Πρώσος εβραϊκής καταγωγής, ο οποίος ανήκει στους περιηγητές του 19ου αιώνα και έκανε την πρώτη συστηματική μελέτη και καταγραφή δεδομένων της Ελλάδας.Επί του θέματος , το 1803 επισκέφτηκε τη Σμύρνη και στην περιγραφή του αναφέρει :" ....o πρώτος πυρσός κατά τον Φιλόστρατο η ομορφότερη απ' όλες τις πόλεις που φωτίζει ο ήλιος.Είναι η αφέντισσα της θάλασσας ενώ οι ζέφυροι φυσούν απαλά γύρω από τις πηγές της....Τα καλύτερα φρούτα και τα πιο νόστιμα λαχανικά σε αφάνταστη αφθονία. Τα σταφύλια, τα σύκα και οι σταφίδες της Σμύρνης είναι φημισμένες και στη Γερμανία όπου εξάγονται σε μεγάλες ποσότητες.Περίφημα επίσης είναι τα ρόδια και τα κεράσια του νυφαίου, ενώ τα πεπόνια του Κασσαμπά θεωρούνται τα καλύτερα της Μ.Ασίας....Χαρούμενες κοιλάδες και αλεπάλληλα βουνά που ο Πλίνος τα ονομάζει τα ομορφότερα της περιοχής αυτής του κόσμου, βουνά που δεν τρομάζουν αλλά που προσφέρουν προστασία ενάντια στις καταιγίδες του χειμώνα και δροσιά το καλοκαίρι".
Το λιμάνι της Σμύρνης,σημαντικότερο απ' όλα τ' άλλα, φυσικό στη μέση του Αιγαίου αρχιπελάγους, συμπλήρωνε την ευημερία της πόλης.
Στην κοινωνία της Σμύρνης, ήταν περιζήτητες οι ικανές προξενήτρες και οι καλές κοπέλες.Όλοι και ιδιαιτέρως τα κορίτσια,έπρεπε να υπακούουν στους κοινωνικούς κανόνες,με βάση την οικογένεια. Αντίθετα με σήμερα που η οικογένεια έρχεται ως φυσική συνέπεια του έρωτα, τότε ο έρωτας ήταν η φυσική συνέπεια της οικογένειας. Πριν το γάμο, ο έρωτας ήταν αμαρτία, κάτι που άφηναν...στην εξορία..Μετά το γάμο, ερχόταν η αποδοχή της νέας ζωής, η αγάπη, ο έρωτας...πολλές φορές βέβαια ο έρωτας παρέμενε στις καρδιές όπως το σαράκι στο ξύλο, για το χαμένο όνειρο, της φλογερής ματιάς..
Ο γάμος δεν ήταν επιλογή των ζευγαριών, αλλά της προξενήτρας στην οποία είχαν εμπιστοσύνη οι γονείς και κυρίως ο πατέρας. Συνήθως οι οικογένειες που ζούσαν στο ίδιο χωριό, μιλούσαν μεταξύ τους και αρραβώνιαζαν τα παιδιά τους από μικρά.Δεν υπήρχε περιθώριο επιλογής από τους νέους και τις νέες..Οι γονείς των αγοριών ήταν αυτοί που επέλεγαν την καλή κοπέλα.Με τον όρο καλή κοπέλα, εννοούσαν αυτή που θα είχε πλούσια προίκα, τη νοικοκυρά, την όμορφη, των χαμηλών τόνων, ώστε να μη διεκδικεί, να μην σηκώνει κεφάλι όπως συνηθίζουμε να λέμε..Έτσι επιστράτευαν την ικανή προξενήτρα για τα περαιτέρω, δηλαδή τη συμφωνία για την τέλεση του γάμου και βέβαια την προίκα που θα έπαιρνε η κοπέλα. Για να ρυθμιστούν οι λεπτομέρειες του γάμου, αρκούσε οι οικογένειες να συμφωνήσουν μεταξύ τους.Έτσι οι γονείς του γαμπρού, με τον γαμπρό και την προξενήτρα πήγαιναν στο σπίτι της νύφης, για να τη ζητήσουν, χωρίς εκείνη τη μέρα να είναι η νύφη παρούσα.
Στην πρώτη επίσκεψη λοιπόν, οι γονείς της νύφης είχαν ετοιμάσει ως προσφορά προς το γαμπρό, ένα μεγάλο μαντίλι που στις γωνίες του είχαν κεντήσει κλαδιά από επίχρυσο σύρμα ή μετάξι. Κατά την ημέρα του αρραβώνα, σ' έναν ασημένιο δίσκο, ακουμπούσαν μια εικόνα και κουφέτα. Στη νύφη έδιναν χρυσό δαχτυλίδι με πολύτιμη πέτρα και γινόταν ανταλλαγή χρυσαφικών σε γαμπρό και νύφη.Ακολουθούσε ο επίσημος αρραβώνας που το γλέντι ήταν μεγάλο.Τα πρώτα Χριστούγεννα των αρραβωνιασμένων, το σόι του γαμπρού πρόσφερε στη νύφη επάνω σ' ένα μπρούτζινο ταψί δώρα, φρούτα και ξηρούς καρπούς. Τα μετέφερε ένα μικρό παιδί και η νύφη του έδινε μπαξίσι ή χαρτζιλίκι, δηλαδή το φιλοδώρημα. Στον αρραβώνα μάθαιναν όλοι την ημερομηνία του γάμου και έτσι η οικογένεια της νύφης άνοιγε σιγά σιγά τα σεντούκια, για να δει τι λείπει και να συμπληρωθεί η προίκα.Σύμφωνα με τα έθιμα, η προίκα που περιλάμβανε την ακίνητη περιουσία και ως κινητή ρούχα της ίδιας, καθώς και του σπιτιού, κατοχυρώνονταν με την παρουσία μάρτυρα.Από την προίκα δεν έπρεπε να λείπουν το μεταξωτό πάπλωμα, ως απαραίτητο κάλυμμα για το κρεβάτι!!Το πάπλωμα ήταν φτιαγμένο από μετάξι και γεμισμένο με βαμβάκι.Από μέσα είχε ένα σεντόνι, που το έραβαν οι γυναίκες με τις λεγόμενες καπλαντοβελόνες.
Υπήρχαν και δυσαρεστημένα πρόσωπα...ήταν οι νεαροί που ενδιαφερόντουσαν για τη νύφη και για παρηγοριά τους έλεγαν για καιρό, διάφορα στιχάκια.
Τα συννεφάκια ρώτησε,
τ΄ άστρα να σου το πούνε,
πως τρέχουν τα ματάκια μου,
όταν σε θυμηθούνε!
....
Σαράντα βρύσες με νερό
κι εξήντα δυο πηγάδια,
δε μου τη σβήνουν τη φωτιά
πόχω στα φυλλοκάρδια.
Πόσα ωραία έθιμα και ήθη είχαν!!! Μία πόλη πλανευτρα!!!!Θέλω τόσο πολλή να περπατησω στο λιμάνι και στους δρόμους της!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή