Τα Χριστούγεννα έχουν υμνηθεί από πολλούς ποιητές.Έτσι σκέφθηκα να παρουσιάσω κάποια από τα ωραιότερα (κατά την γνώμη μου) ποιήματα για την επερχόμενη σπουδαία εορτή!αν και είναι πολύ πλούσια η ποιητική συλλογή και σίγουρα αδικώ ...προσπαθώντας να μην είναι πολύ μεγάλο αυτό το αφιέρωμα.Ως τα ωραιότερα λόγια επιλέγω αυτά του Ρωμανού του Μελωδού.Ακολουθούν οι στροφές που γνωρίζουμε..το έργο είναι μεγάλο.
ΡΩΜΑΝΟΣ Ο ΜΕΛΩΔΟΣ
ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ
ΠΡΟΕΟΡΤΙΟΝ
Ἦχος γ´. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν προαιώνιον Λόγον,
ἐν Σπηλαίῳ ἔρχεται, ἀποτεκεῖν ἀποῤῥήτως.
Χόρευε ἡ οἰκουμένη ἀκουτισθεῖσα,
δόξασον μετὰ Ἀγγέλων καὶ τῶν Ποιμένων,
βουληθέντα ἐποφθῆναι,
παιδίον νέον, τὸν πρὸ αἰώνων Θεόν.
ΕΟΡΤΙΟΝ
Ἦχος γ´. Αὐτόμελον.
Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν ὑπερούσιον τίκτει,
καὶ ἡ γῆ τὸ Σπήλαιον, τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει.
Ἄγγελοι μετὰ Ποιμένων δοξολογοῦσι.
Μάγοι δὲ μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσι.
Δι᾿ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη, Παιδίον νέον,
ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Να ‘μουν του σταύλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.
Να λάμψω από τη λάμψη του κι’ εγώ σαν διαμαντάκι
κι’ από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.
Να μοσκοβοληθώ κι’ εγώ από την ευωδία,
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.
Να ‘μουν του σταύλου ένα άχυρο ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ
Ω! μέσα μου γεννιέται ένας Θεός!
και το κορμί μου γίνεται ναός,
δεν είναι ως πρώτα φάτνη ταπεινή·
μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί,
το μέτωπο μου λάμπει σαν αστέρι…
Στο Θεό φανείτε τώρα, ήρθεν η ώρα,
από τ’ άγνωστα μυστικά σας μέρη,
Μάγοι, φέρτε στο Θεό τα πλούσια δώρα.
Φέρτε μου Μάγοι —θεία βουλή το γράφει—
τη σμύρνα της ελπίδας, το λιβάνι
της πίστης, της αγάπης το χρυσάφι
Μυστήρια τέτοια ανθρώπου νους δε βάνει!
Και σεις, Θρόνοι πανάχραντοι, αγγελούδια,
στην καρδιά μου —στην κούνια του— σκυμμένα,
με της αθανασίας τα τραγούδια
υμνολογείτε εσείς τη θεία τη γέννα.
Μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί,
και το κορμί μου, φάτνη ταπεινή,
βλέπω κι αλλάζει, γίνεται ναός·
ω! μέσα μου γεννιέται ένας Θεός!
ΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΑΓΡΥΠΝΙΑ (1914)
Εξωτικός στην άκρια των κοιλάδων
περίμενα τη σημερινή γιορτή στο σκότος των λαμπάδων
απόκληρος της φωταψίας των ημερήσιων ήλιων
γονατιστής, και νηστευτής, και αποβλητής των χίλιων
δαιμονικών ταξιαρχιών… Μ’ άδικα εταλαιπώρουν
τη θύελλα των νοημάτων μου, τη ρώμη των γονάτων,
γιατί – το ξέρω αλίμονον! – τις πανοπλίες εφόρουν
τα εκατομμύρια των λαών, που ερείπια στρατευμάτων
κατάντησαν τα ελεεινά… Και θλίβω των ματιών σου
το φέγγος με το πίκραμα των λυπηρών δακρύων
που ο αμαρτωλός εσώριασα στων άλλων των δεινών μου
τα πλήθη και το πιο φριχτόν: το ίδιο άβουλο θηρίον
αντίς πανήγυρη ευλαβή να στήσω και ιερουργίαν
αρμονικήν, υμνητική της θείας καλωσύνης
να διαλαλώ, εγώ δέχομαι με ανόητη απαραξία
τον Άρχοντα, το Άλφα και Ωμέγα της Χριστιανοσύνης!..
Αλίμονο· των άγριων λαών η ορμητική αντάρα
και την ειρήνη τάραξε της μέσα μου ευλογίας,
κ’ αιστάνομαι απειλητικά του θεού μου την κατάρα
και μακρυνάμενο από με το Τέκνο της Μαρίας…
Και ο ανελέητος ασκητής τρέμω μην τάχα σφάλλω·
μην ενωθώ με τους θνητούς πολεμιστές και γίνω
υου Σατανά η συνέργεια – που τότε πια θα ψάλω
όχι ύμνο των Χριστουγέννων, μα θρήνο!…
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΓΕΝΝΗΣΙΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Ποιμένας ταπεινότατος, και όχι αυλητρίδα εταίρα,
και θεάρεστη και συνετή κάμνω του αυλού μου χρήση,
αλλά έπαψεν απόψε πια η γαλήνη των προβάτων
νάναι ο σκοπός της γλυκερής μου εσπερινής λατρείας,
και ούτε η πομπή του Ωρίωνα, ούτε η όψη της Κασσιόπης
δεν μούθηκαν παραμικρή διανόηση στ’ όραμά μου.
Μ’ ελκύει το κάτι Απώτερο, που παιδεμός ναν’ τόβρω,
αλλά, και χάρη περισσή το στέφει, ώστε να λέω,
Ας μου χαθούν κι ένα και δυο από τα βοσκήματά μου,
και ας πλανηθούν δυσεύρετα στο σκότος της Σελήνης,
και ας κράζουσι τα υπόλοιπα σαν Αστραπές της Νύχτας,
αλλά είναι κάτι Αλλόκοτον εμένα η προσμονή μου:
δεν περιμένω να ορθωθεί το Εωθινό Φεγγάρι,
ούτε του τάδε, ούτε του δείνα Αστερισμού το αχνάρι.
Δεν περιμένω την οσμή καμίας σπανίας βοτάνης,
αλλά το Υπερουράνιο, που, θεέ μου, θα με ράνεις,
και θα φανώ ποιμενικόν θαύμα, θα φανώ φάσμα,
που φέρνει το Αρχαγγελικό της νύχτας τούτης άσμα.
Παρ’ όλα τα τρισκόταδα, λαμπρά το παν διακρίνω,
ώστε και θέλοντας, και μη, κάτι να μεγαλύνω.
Η γενική αναστάτωση των υπεργείων Ταγμάτων,
έκαμε μέτοχο κι’ εμέ, κι’ οι αχτίνες των ομμάτων
φθάνουν αυτού, που πριν λαμπροί οι ταχτικοί αστέρες
με φέρναν σε υπολογισμούς για Ετη, Μήνες, Ημέρες.
Φόβος, ούτε καν φαίνεται, και χαρά με συνέχει
και βλέπω Ηλίους νυχτερινούς, κι’ η Ιδέα μου όλο τρέχει.
Εορτάζω. Μα είμαι πάνσοφος ποιμένας, για τρελάθη
ο λογισμός μου, ώστε να ιδώ παρόμοια ένδοξα λάθη;
ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Όξω πέφτει αδιάκοπα και πυκνό το χιόνι,
κρύα και κατασκότεινη κι αγριωπή η νυχτιά.
Είναι η στέγη ολόλευκη, γέρνουν άσπροι κλώνοι,
μες το τζάκι απόμερα ξεψυχά η φωτιά.
Τρέμει στα εικονίσματα το καντήλι πλάγι
και φωτάει στη σκυθρωπή, στη θαμπή εμορφιά.
Να η φάτνη, οι άγγελοι κι ο Χριστός κι οι Μάγοι
και το αστέρι ολόλαμπρο μες στη συννεφιά!
Κι οι ποιμένες, που έρχονται γύρω από τη στάνη
κι η μητέρα του Χριστού στο Χριστό μπροστά.
Το μικρό το εικόνισμα όλ’ αυτά τα φτάνει,
μαζεμένα όλα μαζί και σφιχτά-σφιχτά.
Πέφτει ακόμη αδιάκοπο κι άφθονο το χιόνι,
όλα ξημερώνονται μ’ άσπρη φορεσιά
στον αγέρα αντιλαλούν του σημάντρου οι στόνοι,
κάτασπρη, γιορτάσιμη λάμπει η εκκλησιά.
ΕΙΔΑ ΧΤΕΣ ΒΡΑΔΥ ΣΤ’ ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ
Είδα χτες το βράδυ στ’ όνειρό μου,
το γεννημένο μας Χριστό,
τα βόδια επάνω του εφυσούσαν,
όλο το χνώτο τους ζεστό.
Το μέτωπό του ήταν σαν ήλιος,
και μέσα η φάτνη η φτωχική,
άστραφτε πιο καλά από μέρα,
με κάποια λάμψη μαγική.
Στα πόδια του έσκυβαν οι Μάγοι,
κι’ έμοιαζε τ’ άστρο από ψηλά,
πως θα καθίσει σαν κορώνα,
στης Παναγίτσας τα μαλλιά.
Βοσκοί πολλοί και βοσκοπούλες,
τον προσκυνούσαν ταπεινά,
ξανθόμαλλοι άγγελοι εστεκόνταν,
κι’ έψελναν γύρω του «ωσαννά».
Μα κι’ από αγγέλους κι’ από μάγους,
δεν ζήλεψα άλλο πιο πολύ,
όσο της Μάνας Του το στόμα,
και το ζεστό – ζεστό φιλί.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ
ΝΥΧΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
λυγούν τα πόδια
και προσκυνούν γονατιστά στη φάτνη τους
τα άδολα βόδια.
Κι ο ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα
σταυροκοπιέται
και λέει με πίστη απ’ της ψυχής τ’ απόβαθα
Χριστός γεννιέται!
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
κάποιοι ποιμένες
ξυπνούν από φωνές ύμνων μεσούρανες
στη γη σταλμένες.
Κι ακούοντας τα Ωσαννά απ΄ αγγέλων στόματα
στον σκόρπιο αέρα
τα διαλαλούν σε χειμαδιά λιοφώτιστα
με την φλογέρα.
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
ποιος δεν το ξέρει
των μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα
λάμπει το αστέρι.
Κι όποιος το βρει μες στ΄ άλλα αστέρια ανάμεσα
και δεν το χάσει,
σε μια άλλη Βηθλεέμ ακολουθώντας το
μπορεί να φτάσει.
ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑΣ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Στην γωνιά μας κόκκινο τ΄αναμμένο τζάκι
Τούφες χιόνι πέφτουνε στο παραθυράκι!
Όλο απόψε ξάγρυπνο μένει το χωριό
και χτυπά Χριστούγεννα το καμπαναριό!
Έλα, Εσύ που Αρχάγγελοι σ’ανυμνούνε απόψε
πάρε από την πίτα μας, που ευωδιά και κόψε!
Έλα κι η γωνίτσα μας καρτερεί να ‘ρθεις……
Σου ‘στρωσα, Χριστούλη μου, για να ζεσταθείς!
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΤΗ ΣΑΛΠΙΓΓΑ(1969)
Αν μπορούσες να ακουστείς
θα σου έδινα την ψυχή μου
να την πας ως την άκρη του κόσμου.
να την κάνεις περιπατητικό αστέρι ή ξύλα
αναμμένα για τα Χριστούγγενα – στο τζάκι του Νέγρου
ή του Έλληνα χωρικού. Να την κάνεις ανθισμένη μηλιά
στα παράθυρα των φυλακισμένων. Εγώ
μπορεί να μην υπάρχω ως αύριο.
Αν μπορούσες να ακουστείς
θα σου έδινα την ψυχή μου
να την κάνεις τις νύχτες
ορατές νότες, έγχρωμες,
στον αέρα του κόσμου.
Να την κάνεις αγάπη.