Το δεύτερο διήγημά μου, που δημοσιεύτηκε σήμερα 03 Μάη 2017, στο περιοδικό Fractal.
Το πέτρινο δίπατο σπίτι του παππού μου και της γιαγιάς μου στο μικρό
ορεινό χωριό, έκλεινε έναν αιώνα που αγνάντευε στο βάθος τη θάλασσα.
Έκρυβε αμέτρητα μυστικά απ’ τον αιώνα που ζούσε και τα κρατούσε
φυλαγμένα στις πελεκητές πέτρες του τοίχου, στα κεραμίδια, στα χοντρά
δοκάρια της σκεπής.
Οι δυο ιλαρές ηλικιωμένες μορφές, κάθε απόγευμα όταν
επέστρεφαν από το κτήμα όπου περνούσαν τη μέρα τους, ανέβαιναν σιγά
σιγά τα κάτασπρα σκαλοπάτια. Πριν εισέλθουν στο εσωτερικό του σπιτιού,
έκοβαν από τη γλάστρα που ήταν στο πλατύσκαλο, ένα κλαρί βασιλικό για να
στολίσουν το εικονοστάσι τους. Θεωρούσαν καλοτυχία, να έχουν το
ευλογημένο φυτό στη γλάστρα τους, που προερχόταν από τη γιορτή του
Τίμιου Σταυρού. Ζούσαν όμορφα και το χαμόγελο ποτέ δεν εγκατέλειπε τα
ρυτιδωμένα πρόσωπά τους. Είχαν προγραμματισμένες τις δουλειές τους για
κάθε εποχή. Η άνοιξη και το καλοκαίρι κυλούσαν ήρεμα, αγόγγυστα.
Ο
χειμώνας πάντα αγρίευε και κάποιες φορές τους στερούσε τη δυνατότητα να
εξέλθουν από το σπίτι. Έτσι συγκέντρωναν τα απαραίτητα αγαθά που έπρεπε
να βρίσκονται στο σπίτι, ώστε η έλευση του γέρου με τα άσπρα γένια, να
μην τους ενοχλήσει τόσο. Γι’ αυτό φρόντιζαν και γέμιζαν τ’ αμπάρια με
αλεύρι, καρύδια και σταφίδες. Στο πάτερο της κουζίνας κρέμονταν οι
μυζήθρες, τα πεπόνια, η ρίγανη, ο δυόσμος, η θρούμπη, το δεντρολίβανο
καθώς και το τσάι με άλλα ακόμη βότανα που μάζευαν ο παππούς και η
γιαγιά το καλοκαίρι από το βουνό. Τα δοχεία του λαδιού δεν άδειαζαν
ποτέ. Το παστό ήταν κλεισμένο στα πήλινα δοχεία, έχοντας υποστεί όλα τα
στάδια της απαραίτητης επεξεργασίας. Σε πήλινο δοχείο είχαν και τις
ελιές τους, φτιαγμένες από τα χεράκια της γιαγιάς. Στο κατώι τα
κρασοβάρελα ήταν έτοιμα με κόκκινο και άσπρο κρασί, που θα έπιναν
συντροφιά στο τζάκι τα χειμωνιάτικα βραδάκια.
Από την ώρα που βράδιαζε,
μέχρι την ώρα που ερχόταν ο Μορφέας κουβέντιαζαν, αναπολούσαν, σχεδίαζαν
βλέποντας τη φωτιά με τα κούτσουρα να στήνουν το δικό τους ατίθασο
χορό. Πριν πάνε για ύπνο, ετοίμαζαν τα ξύλα στην εστία του τζακιού, για
την επόμενη βραδιά. Στον τοίχο της κρεβατοκάμαρας το καντήλι ήταν
πάντοτε αναμμένο και η φλογίτσα που τρεμόπαιζε, έστελνε μηνύματα από τις
προσευχές τους στον Ύψιστο.
Τις χρονικές περιόδους που πηγαίναμε στο χωριό, η ατμόσφαιρα ήταν
πολύ χαρούμενη για τον παππού μου και τη γιαγιά μου. Οι αγαπημένοι μου
ηλικιωμένοι ξέχναγαν τις δουλειές τους και θυμόντουσαν διάφορες ιστορίες
που ήξεραν από τους δικούς τους προγόνους, γεγονότα που είχαν ζήσει,
παιχνίδια που είχαν εκλείψει πια.
Τα Χριστούγεννα του 1965 θα μου
μείνουν αξέχαστα. Η ατέρμονη χαρά που με κυρίευσε τότε, παραμένει ως
φωτεινός φάρος ακόμα στη ζωή μου. Είχαμε περάσει μαζί με την οικογένειά
μου, όλες τις μέρες στο χωριό, ακολουθώντας με ακρίβεια τα έθιμα του
δωδεκαημέρου. Το προτελευταίο βράδυ της παραμονής μας εκεί, ο
παππούς άναψε από νωρίς τα ξύλα στο τζάκι, αφού μας περιέγραψε τα
καμώματα της γιαγιάς, που προσπαθούσε να ξεγελάσει τους καλικάντζαρους
για να μην της μαγαρίσουν την κουζίνα, όπως έλεγε.
Η γιαγιά κοιτούσε μια
φωτογραφία δακρύζοντας. Ήταν η ίδια έξι χρονών περίπου, με τον δικό της
παππού και γιαγιά. Ξανάπιασε τ’ αδράχτι με την κλωστή και άρχισε να μας
διηγείται μια ιστορία που τελείωσε με τα πρώτα χρώματα της ανατολής. Ως
θέμα είχε τις νεράιδες της θάλασσας.
« Ήξεραν να χορεύουν κόρη μου όλο
το χρόνο, μέσα κι έξω απ’ το νερό. Ο μαγικότερος χορός τους άρχιζε τότε
που η μέθη της φύσης από το νέκταρ του Απρίλη και τις μυρωδιές του Μάη,
έφτανε ως τη θάλασσα. Χόρευαν με τις πολύχρωμες πεταλούδες που
παιχνίδιζαν ως στον αφρό των κυμάτων. Είχαν το κάστρο τους στο βυθό της
θάλασσας. Την ομορφιά τους τη ζήλευαν και οι θεές. Τις ονόμαζαν
Νηρηίδες. Ήταν δυο αδερφές με κατάξανθα μαλλιά, που έπεφταν κυματιστά ως
τη μέση. Τα φορέματά τους άλλαζαν σύμφωνα με τις εποχές. Το χειμώνα
ντύνονταν με σκούρα ρούχα. Την άνοιξη με πολύχρωμη φορεσιά όπως η φύση
και τα μαλλιά τους συγκρατούσαν κορδέλες από βιολέτες και παπαρούνες.
Κάθε απόγευμα τραγουδούσαν και ξεσήκωναν όλο το χωριό. Συνέχιζαν να
τραγουδούν ακόμη κι όταν κάποια παιδιά δεν ξαναγύριζαν ποτέ στο σπίτι
τους, απ’ το θαλασσινό τους μπάνιο». Εκείνη τη στιγμή η γιαγιά μου,
διέκοψε την αφήγηση και μου ‘δωσε νερό. Είχα αλλάξει δεκάδες χρώματα
γιατί η τελευταία φράση μου δημιούργησε έναν αόρατο φόβο.
Συνέχισε η
μοναδική γιαγιά μου «Κάποτε στο χωριό είχε έρθει ένα ζευγάρι με δυο κοριτσάκια. Καλοί
άνθρωποι αλλά φτωχοί. Δεν χώραγαν στα μάτια των περισσότερων. Οι
κάτοικοι του χωριού δεν έδιναν σημασία ούτε στα μικρά χαριτωμένα
κοριτσάκια. Έπαιζαν μόνα τους στην αυλή ενός χαμόσπιτου όπου διέμεναν.
Όταν έπαιζαν γέλαγαν και τραγουδούσαν γιατί είχαν μάθει να είναι
χαρούμενα με τα λίγα που είχαν. Οι πιο ψηλομύτα του χωριού, ένα απόγευμα
τους έκαναν πολύ αυστηρή παρατήρηση. Τα κοριτσάκια έβαλαν τα κλάματα και
έτρεξαν να κρυφτούν στην αγκαλιά της μανούλας τους. Η μάνα ένιωσε την
ψυχή της να ματώνει, για την κακιά της μοίρα που τους έδιωξε από τα μέρη
τους. Λίγο αργότερα, μετά από μέρες με υψηλό πυρετό, ο πατέρας τους
άφησε χρόνους. Οι προύχοντες του χωριού, αντί να δείξουν συμπόνια μετά
από αυτό το χτύπημα στην οικογένεια, έγιναν ακόμη πιο σκληροί και
αδιάφοροι. Ο άνθρωπος που δεν έχει μάθει να συμπονά, είναι σκληρότερος
κι από τους βράχους. Η μάνα που έβλεπε τα κοριτσάκια της να παραμένουν
κλεισμένα, να ντρέπονται να βγουν πάλι να τρέξουν, μαράζωνε. Ήταν
καλοκαίρι όταν μετά από έναν εφιάλτη κατάλαβε ότι θα φύγει κι αυτή απ’
τη ζωή. Μ’ αυτόν τον φόβο, πήγε ταπεινά και χτύπησε την πόρτα της
γειτόνισσας, ώστε να της μιλήσει για να διαφοροποιηθεί το άδικα ψυχρό
κλίμα, εναντίον τους. Εκείνη όχι μόνο δεν τους άνοιξε, αλλά έστειλε την
υπηρέτρια να την διώξει. Η πληγωμένη γυναίκα όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε.
Από τη μια επικαλούνταν την Παναγία κι απ’ την άλλη την έπνιγε η πίκρα
της αδικίας. Το πρωί αποφάσισε να της ξαναχτυπήσει του κουδούνι και να
τη συναντήσει. Αποφασισμένη σαν χείμαρρος πραγματοποίησε το σχέδιό της.
Ανέβηκε επάνω, αφού δεν μπόρεσε κανείς να τη σταματήσει και της είπε «να
θυμάσαι κυρά μου, πως οι κόρες μου θα γίνουν πεντάμορφες και θα
κυβερνάνε τα πέλαγα. Όσους τις πίκραναν μέσω της θάλασσας θα τους
πικράνουν». Η αντιπαθητική γειτόνισσα άρχισε να ουρλιάζει και να τη
σπρώχνει». Έτσι κοριτσάκι μου γρήγορα οι καταστάσεις άλλαξαν. «Μετά από
λίγο καιρό τα όμορφα κορίτσια, ορφάνεψαν και από μάνα. Η ψυχή της όμως
φρόντισε να τις μεταμορφώσει σε Νηρηίδες για να μην τις ενοχλεί κανένας.
Το χειμώνα ούρλιαζαν κι αγρίευαν μέσα από τα κύματα. Την άνοιξη και
το καλοκαίρι τραγουδούσαν. Όταν πήγαιναν τα παιδιά στη θάλασσα, αυτές τα
παρακολουθούσαν πότε σαν πεταλούδες στα αρμυρίκια, πότε σαν μικρά
ψαράκια στα ρηχά νερά. Ένα απόγευμα τα παιδιά της πλούσιας αλλά άπονης
κυρίας πήγαν μαζί με την παρέα τους για μπάνιο. Έδειχναν να μην αγαπούν
τη φύση καθώς κλότσαγαν την άμμο, δημιουργούσαν λακκούβες στην
ακροθαλασσιά, ταράζοντας έτσι τη ζωή των μικρών ψαριών. Άσε κόρη μου,
που όταν έβλεπαν τα μεγάλα κύματα να έρχονται, φώναζαν και έλεγαν ότι
δεν τα φοβούνται, αφού μπροστά τους τίποτα δεν είναι δυνατότερο. Οι δυο
αδερφές, τους σφύριξαν μέσω του κύματος να μην δείχνουν ασέβεια στα
στοιχεία της φύσης. Εκείνα όμως έδειχναν πως δεν καταλάβαιναν. Αυτό το
δρόμο, τους είχαν διδάξει οι γονείς τους. Τα παιδιά δεν ξαναγύρισαν στο
χωριό ενώ ένας γλυκός ήχος σαν πασχαλινή δέηση έβγαινε από το υγρό
στοιχείο. Όλοι οι κάτοικοι αναστατώθηκαν. Έτρεξαν κι απ’ τα γύρω χωριά.
Μάταια προσπαθούσαν να τα αναζητήσουν. Τότε η αλαζονική γυναίκα, κάλεσε
τους συγχωριανούς της και τους εξομολογήθηκε όλα όσα είχαν συμβεί με τη
φτωχή οικογένεια. Παραδέχτηκε την άκαρδη συμπεριφορά της και την
¨υπόσχεση¨ της πονεμένης μάνας. Οι Νηρηίδες είχαν πάρει τα παιδιά στο
κάστρο τους, στο βυθό της θάλασσας. Η ψηλομύτα έκλαιγε μέρα – νύχτα. Το
πρώτο βράδυ, της άσπρισαν τα μαλλιά. Χάρισε στους φτωχούς όλα τα
χρυσαφικά της. Μια ηλικιωμένη κυρία από ένα άλλο χωριό, άνθρωπος αγνός
του θεού, την επισκέφτηκε και της είπε να προσευχηθεί ζητώντας αληθινή
μετάνοια για την άδικη συμπεριφορά προς την ταλαιπωρημένη εκείνη μάνα. Η
προσευχή της εισακούστηκε και το επόμενο βράδυ, είδε τη μάνα που είχε
πικράνει, στον ύπνο της να την προτρέπει να πάει στην ακροθαλασσιά την
επόμενη μέρα. Εκεί την περίμεναν οι Νηρηίδες που της είπαν πως κάθε
απόγευμα θα μπορεί να βλέπει τα παιδιά της». Η γιαγιά μου έβλεπε τα
δάκρυα να τρέχουν απ’ τα μάτια μου και μ’ αγκάλιασε.
Ν’ αγαπάς τον
άνθρωπο παιδί μου και όχι την ύλη. Όταν αγαπάς, η αγάπη θα σε
συντροφεύει. Όταν μισείς και περιφρονείς, πάντα θα ελλοχεύει ο κίνδυνος
του κακού. Να σέβεσαι τη φύση, καθόσον η δύναμή της είναι αξεπέραστη».
Αυτά τα λόγια ρίζωσαν για πάντα μέσα μου.
Υ.Σ Οι φωτογραφίες προέρχονται από γενική διαδικτυακή αναζήτηση.