Παρασκευή 6 Μαΐου 2022

Η μητέρα στην ποίηση!

 Η μάνα ή μητέρα ή μαμά δεν είναι μια λέξη που επιβάλλεται να τη λέμε, αποτελεί έναν όρο που κλείνει μέσα του τον κόσμο, τη γέννηση ,τη δημιουργία, τη συνέχιση...και λέγεται όταν αποτελεί της ψυχής επιθυμία!Όσο για την αγάπη;Εννοείται ότι είναι το απαραίτητο συνθετικό της ιερής λέξης .Βέβαια δεν αρκεί να γεννάς ένα παιδί, ο ρόλος απαιτεί θυσίες.Αρκεί να μην συγχύζουμε τις καταστάσεις με τα αρρωστημένα φαινόμενα της κοινωνίας όλων των εποχών.

Έξι ποιήματα από μεγάλους ποιητές και ένα δικό μου (από τα πιο αγαπημένα μου).

Η μάνα μου

Λευτέρης  Παπαδόπουλος


Η μάνα μου φοράει τσεμπέρι
σαν τις μανάδες τις παλιές.
Παίρνει την Παναγιά απ' το χέρι
και τρέχουνε στις γειτονιές
και σμίγουνε με τον κοσμάκη
που λέει το ψωμί ψωμάκι.

Κι όταν γυρνάνε κούτσα κούτσα
σαν δυο σκιές μες στη βραδιά
με τα φτωχόρουχά τους λούτσα
από βροχή και λασπουριά
δεν ξέρω να τις ξεχωρίσω
ποιανής το χέρι να φιλήσω.

                                        Η τρελή μάνα ή το κοιμητήριο

Διονύσιος Σολωμός 

(απόσπασμα)

Τώρα που η ξάστερη
νύχτα μονάχους
μας ηύρε απάντεχα,

και εκεί στους βράχους

σχίζεται η θάλασσα

σιγαλινά.

Τώρα που ανοίγεται

κάθε καρδία

στη λύπη,ακούσετε

μιαν ιστορία,

που την αισθάνονται

τα σωθικά.

Σε κοιμητήριο

είναι στημένα

δύο κυπαρίσσια

αδελφωμένα

που πρασινίζουνε

μες στους σταυρούς.

Όταν μεσάνυχτα

καταβουίζουν

οι άνεμοι, αν τα’ βλεπες

πώς κυματίζουν,

έλεες πως κράζουνε

τους ζωντανούς.

Δύο αδέλφια δύστυχα

κοιμούνται κάτου

τον ανεξύπνητον

ύπνο θανάτου

κι έχασε η μάνα τους

τα λογικά.

 Σαν τη μητέρα, αλήθεια

 Γιώργος Ιωάννου

Πηγαίνει αργά στο σινεμά,
μάλιστα στον εξώστη.
Σ' έργα κατά προτίμηση, βουβά
και θαμπωμένα. Κι εκεί
- μέσα στους τόσους εξευτελισμούς -
η μόνη του χαρά να βλέπει τις γυναίκες
της γενιάς γύρω απ' το τριάντα.
Με κείνα τα βαθιά καπέλα,
με τις σειρές τα περιδέραια,
τα μάτια, τα κοντά μαλλιά∙
με τις ψιλές γλυκιές φωνές,
με τις κινήσεις τους τις μητρικές.

Σαν τη μητέρα, αλήθεια∙
σαν τη μάνα του
των πρώτων παιδικών του χρόνων...

Τότε που τον φωνάζανε μοναχογιό.

 Προς την μητέρα μου (1873)

 Aλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Μάννα μου, ἐγώ ᾽ μαι τ᾽  ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι 
ὁποὺ τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει. 
Τὸ δόλιο! ὅπου κι ἂν στραφεῖ κι ἀπ᾽  ὅπου κι ἂν περάσει,
δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθεῖ κλωνάρι νὰ πλαγιάσει.

Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ᾽ ἀποδαρμένη
μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ᾽  ἀφρισμένη, 
παλαίβω μὲ τὰ κύματα χωρὶς πανί, τιμόνι 
κι ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκουρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη.

Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, μανούλα μου, ν᾽  ἀράξω 
μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοῦ βουλιάξω.

Μανούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω 
τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν᾽  ἀγναντέψω. 
Στὸ θλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω 
κι ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοίρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω.

Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βασανά μου 
ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι ἄμμο 
εἶναι κι ἡ τύχη μου σκληρή, σὰν τὴv ψυχὴ τὴ µαύρη 
π᾽ ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι ὁ πόλεος δὲν θά ᾽βρει.

Κι ἐκείνη μ᾽  ἀποκρίθηκε κι ἐκείνη ἀπελογήθη: 
Ἦτον ἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ  γεννήθης 
ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες 
ὄντας σὲ ἒπλασ᾽ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες.

 Ο αποχαιρετισμός της μάννας

 Ιωάννη Πολέμη

Μισεύεις γιὰ τὴν ξενητιὰ καὶ μένω μοναχή μου

σύρε παιδί μου στὸ καλὸ καὶ σύρε στὴν εὐχή μου.
Τριανταφυλλένια ἡ στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οἱ δρόμοι,
γιὰ χάρη σου ν᾿ ἀνθοβολοῦν καὶ τὰ λιθάρια ἀκόμη.

Τὰ δάκρυά μου νὰ γεννοῦν διαμάντια σ᾿ ὅ,τι ἀγγίζεις
καὶ τὸ ποτήρι τῆς χαρᾶς ποτὲ νὰ μὴ στραγγίζεις.
Νὰ πίνεις καὶ νὰ ξεδιψᾶς καὶ νἆν᾿ αὐτὸ γεμάτο,
σὰ νἆσαι ἡ βρύση ἀπὸ ψηλὰ κι ἐσὺ νἆσαι ἀποκάτω.

Ἐκεῖ, παιδί μου, ποὺ θὰ πᾶς, στὰ μακρινὰ τὰ ξένα,
δίχτυα πολλὰ κι ὀξόβεργες θὰ στήσουνε γιὰ σένα.
Παιδί μου ἂν ἐμένανε πάψεις νὰ μὲ θυμᾶσαι,
μὲ δίχως βαρυγγόμηση συχωρεμένος νἆσαι.

Κι ἂν πάλι τὸ φτωχὸ καλύβι μας ντροπὴ σοῦ φέρνει,
ὡστόσο
Καὶ πάλι θά ῾μαι πρόθυμη, συχώρεση νὰ δώσω.
Μ᾿ ἂν τὴν πατρίδα ἀπαρνηθεῖς ποὺ τὴ λατρεύουμε ὅλοι,
νἆσαι ἡ ζωή σου ὅπου κι ἂν πᾶς ἀγκάθια καὶ τριβόλοι.

  Η μητέρα

 Γεώργιος Βιζυηνός

Πώς να πειράξω τη μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί, 
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;
 
Πώς ν' αρνηθώ ή ν ' αναβάλω
ό,τι ορίζει κι απαιτεί,
αφού στη γη δεν έχω άλλο
κανένα φίλο σαν αυτή;
 
Αυτή στα στήθη τα γλυκά της
με είχε βρέφος απαλό, 
με κάθιζε στα γόνατά της
και μ' έμαθε να ομιλώ.
 
Αυτή με τρέφει και με ντύνει
όλο το χρόνο που γυρνά,
και δίπλα στη μικρή μου κλίνη,
σαν αρρωστήσω ξαγρυπνά.
 
Αυτή σαν πέσω και χτυπήσω
φιλά να γειάνει την πληγή.
Αυτή, τι πρέπει να αφήσω
και τι να κάμω μ'΄οδηγεί.
 
Πώς το λοιπόν τέτοια μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;

 Σοφία Δ. Αγραπίδη

Η πορτοκαλιά μου

Χρόνια η φουντωτή πορτοκαλιά έστεκε,
ζώντας τον παλμό της μέρας.
Των παιδικών μου χρόνων θησαυρός,
έντυνε την άνοιξη μελιτοφόρα νύμφη.
Ανεξίτηλες μνήμες
με τ’ αστέρια μιλούσε.
Χρόνια αλησμόνητα.
Ανοιγοκλείνει η πόρτα του χαμόσπιτου.
Κάθε πορτοκάλι τους έστελνε μήνυμα.
Μάνα αγαπημένη.
 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κύπρος, στη γη της λεμονιάς,της ελιάς.

Φωτογραφικό οδοιπορικό στην πολυαγαπημένη μας Κύπρο, που επισκεφτήκαμε πριν από λίγο καιρό. Ένα ταξίδι υπέροχο από κάθε άποψη, με καλή παρέα...