Συνεχίζοντας την ξενάγηση στην ιστορική και πολυαγαπημένη συνοικία την Πλάκα, που είχα ξεκινήσει πριν την εορτή του Πάσχα θα ολοκληρώσω το θέμα με τα σωφρονιστικά ιδρύματα εκείνης της εποχής..
Για τον Μεντρεσέ οι πληροφορίες υπάρχουν σε προηγούμενο κείμενο.
Όμως δεν ήταν μόνο αυτή η φυλακή στην περιοχή. Υπήρχαν πίσω από την πλατεία του Μοναστηρακίου στον παλιό Στρατώνα όπου αναφέρονται στην ιστορία της πόλης σαν δεύτερες φυλακές. Πριν από αρκετά χρόνια είχε πέσει στα χέρια μου το βιβλίο του Αντώνη Βερβενιώτη "Η Αθήνα του 1900" που σε κάποια σελίδα γράφει "κάθε φορά που περνούσα από εκεί, έβλεπα από τα σιδερόφρακτα παράθυρα ν’ απλώνονται χέρια και ν’ ακούωνται φωνές που προκαλούσαν τον οίκτο των διαβατών». Αυτές οι φυλακές που βρίσκονται δίπλα από την πύλη του Αδριανού ήταν ένα κτίριο με έτος οικοδόμησης το 1780 και κατεδάφισης το 1929 ή το 1932 (βρήκα σε κάποιες πηγές και τις δυο ημερομηνίες).
Το κτίριο αυτό κατά την εποχή του Όθωνα και πριν να γίνει φυλακή είχε φιλοξενήσει στρατιωτικές βαυαρικές μονάδες κι αργότερα ήταν το σεράι ή σαράι, το παλάτι του Τούρκου διοικητής της Αθήνας , του Χατζή Αλή Χασέκη που σύμφωνα με την ιστορία άσκησε τυραννία προς τους πολίτες από το 1775 έως το 1795.
Κάποιοι αναγνώστες διερωτώνται, αν υπήρχε εγκληματικότητα και παραβατικότητα τότε, ώστε να χρειάζονται οι φυλακές..
Φυσικά και υπήρχε εγκληματικότητα καθώς και ληστείες στην Αθήνα εκείνων των χρόνων.Ένα από τα εγκλήματα που είχε συγκλονίσει την κοινωνία τότε το κατέγραψε η εφημερίδα "Καιροί" του Πέτρου Κανελλίδη. Στο τέλος του Μάη του 1893 στην οδό Υπερείδου στην Πλάκα, στις έντεκα το βράδυ ένας υπαξιωματικός (επιλοχίας) του υλικού πυροβολικού, τραυμάτισε θανάσιμα με το ξίφος του , τον Ιταλό Γκιουζέπον που ήταν τυπογράφος, για λόγους τιμής...για κάποια γυναίκα δηλαδή. Τον φονιά δεν τον συνέλαβαν αφού κατάφερε να ξεφύγει.
Κοινό χαρακτηριστικό και των δυο φυλακών (Μεντρεσέ και Παλιού Στρατώνα) ήταν ότι ο φυλακισμένοι είχαν οργανωθεί σε ομάδες σύμφωνα με τον τόπο καταγωγής τους,οπλοφορούσαν κρατώντας περίστροφα κι άλλων ειδών όπλα, είχαν μαχαίρια. Τις ομάδες αποτελούσαν Καλαματιανοί,Μανιάτες, Ρουμελιώτες,Αρβανίτες, οι μάγκες ή κουτσαβάκηδες του Ψυρρή.
Μπορεί να ήταν φυλακισμένοι αλλά τίποτα δεν τους σταματούσε απ΄το να καπνίζουν χασίσι, να τραγουδούν,να ονειρεύονται, να παίζουν χαρτιά και ζάρια.
Η κατάσταση δεν ήταν βέβαια απολύτως ομαλή και ειρηνική, οι συμπλοκές μεταξύ τους δεδομένες. Τα όργανα του νόμου όπως έλεγαν του χωροφύλακες που ήταν υπεύθυνοι για την επιτήρησή τους,κάπου - κάπου έστηναν επιχείρηση ανακωχής και ηρεμίας.
Το βέβαιο είναι πως οι φυλακισμένοι μετέτρεπαν τις σκέψεις τους και τις εμπειρίες τους, σε τραγούδια ρεμπέτικης και χασικλίδικης μορφής.
"Ο Καπετανάκης", "Δεν ξανακάνω φυλακή...." αποτελεί τραγούδι που έχει πάρει χορευτική μορφή και αποτελεί επιλογή στα γλέντια (εκτός εποχής ιού) ακόμη και σήμερα. Ένας από τους σκληρότερους διευθυντές των Φυλακών του Στρατώνα ή της Στρατώνας ήταν ο Καπετανάκης που δεν ξεχάστηκε ποτέ από τους φυλακισμένους, οι οποίοι δήλωναν μέσα από τους στίχους την επιθυμία τους να μην ξανακάνουν φυλακή υπό τις διαταγές του...
Ένα άλλο γνωστό τραγούδι της εποχής, όπου το έλεγαν οι κρατούμενοι είναι το παρακάτω και το αντιγράφω από ένα αγαπημένο βιβλίο του Γιάννη Καιροφύλλα "Στην Πλάκας τις ανηφοριές...".
Δεν μου λέτε , δεν μου λέτε,
το χασίσι πού πουλιέται;
Το πουλούν οι Δερβισάδες
στους επάνω μαχαλάδες.
Στο Στρατώνα και στο Ιτς Καλέ
φουμάρουμε το ναργιλέ.
Κι εμείς κι αν τον φουμάρουμε
κανένα δεν πειράζουμε.
Τον καημένο τον Μποχώρη
του την φέραν στο βαπόρι
και του πήραν πεντακόσια
όλο λίρες κι όλο γρόσια.
Κάτω στο Γκάζι στο Γκαζοχώρι
έχουν το τσαρδί τους όλοι
και φουμάρουν το λουλά τους
καθισμένοι σταυροπόδι.
Όμορφες σαν τις ντομάτες
κάθονται δυο μαυρομάτες
και καπνίζουνε τσιγάρο
τόνα πόδι πάνω στ' άλλο.
Τα σίδερα της Φυλακής
είναι για τους λεβέντες
κ΄οι μπούλδρες και οι ομορφιές
για τις γλυκειές κοπέλες.
Η περιήγηση στην Πλάκα, στις σελίδες της ιστορίας, της μνήμης, των θρύλων θα συνεχιστεί..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου