Ήταν
κρυμμένο χρόνια αυτό το κέντημα κι ήρθε μέσα απ' το όνειρο στο οποίο πέρασε το
παρελθόν από μπροστά της σαν κινηματογραφική ταινία.
Τι αξία έχει ένας τσεβρές; Σκέφτηκε, πως
θα αναρωτιόταν κάποιος ή κάποια που δεν γνώριζε. Τόσα και τόσα υπάρχουν στα
καταστήματα, άσε τώρα που μέσω του διαδικτύου μπορείς να βρεις ένα σωρό, σε
όποια τιμή θέλεις. Κουβέντες καθημερινές εκεί που λείπει το συναίσθημα, εκεί
που δεν υπάρχουν οι κρίκοι της αλυσίδας του εσωτερικού κόσμου κι όλα μοιάζουν
πεζά, ενίοτε κενά.
Πολλές φορές πίσω από ένα αντικείμενο
ακόμη και ευτελούς αξίας, κρύβονται ιστορίες, γεγονότα, χαρές, πόνοι, δάκρυα,
παραμύθια, που σημαδεύουν για πάντα το είναι μας, όλα αυτά τα άυλα που
συνοδεύουν το επίγειο ταξίδι μας.
Αυτός ο τσεβρές με το χρυσό να κυριαρχεί, το κόκκινο και το πράσινο να ακολουθούν - θαρρείς πως ήταν βγαλμένα απ' την παλέτα του Ελ Γκρέκο- ήταν ανεκτίμητης αξίας. Ήρθε ένα χειμωνιάτικο απογευματάκι - περίπου σαράντα τρία χρόνια από τότε που κεντήθηκε- όπου μια αναζήτηση τον έφερε στο φως. Η αλήθεια είναι ότι είχε προηγηθεί ένα σχετικό όνειρο από βραδύς. Η χαρά της στη θέα του ήταν απερίγραπτη γιατί νόμιζε πως σε κάποια μετακόμιση, σε μια αλλαγή είχε πεταχτεί με άλλα πράγματα. Τον κρατούσε στα χέρια της και τα μάτια γέμισαν, όπως το γκρίζο συννεφάκι ραντίζει δροσιά τις τριανταφυλλιές, τα γιούλια, τις γαρυφαλλιές.Ένα χαρούμενο μαζί και συγκινητικό συναίσθημα πλημμύρισε την ψυχή της. Άρχισαν οι μνήμες εκείνων των αλησμόνητων παιδικών χρόνων, με την αθωώτητα και τη μεγαλοσύνη των στιγμών να την ταξιδεύουν σε μια διαδρομή που αγάπησε όσο τίποτα άλλο, που της καθόρισε τις διαδρομές της ζωής.
Έφτιαξε ένα χαλαρωτικό τσάι από ροδοπέταλα και φρούτα του δάσους, κάθισε στον καναπέ για να δει αν χρειάζεται συντήρηση το νέο της (σαν νέο έμοιαζε) απόκτημα. Δεν πρόλαβε να διερευνήσει όλο το ύφασμα γιατί ...τα λουλούδια στην αυλή προμήνυαν την άνοιξη, τα μανουσάκια μοσχοβολούσαν μέχρι την άλλη γειτονιά, άσε τις πρασινάδες που είχαν γίνει ολόκληρο δέντρο, οι τριανταφυλλιές δεν είχαν σταματήσει να ανθίζουν και μπρος στα μαγευτικά χρώματα, στη βελουδένια υφή τους, τα αγκάθια ωχριούσαν. Άκουσε το σφύριγμα του τρένου, του οτομοτρίς όπως έλεγαν η γιαγιάδες οι οποίες σύμφωνα με αυτό έπαιρναν τα χάπια τους. Το τρένο είχε συγκεκριμένη ώρα που περνούσε και σε συνδυασμό με τη θέση του ήλιου γνώριζαν αν ήταν στην ώρα του ή αν είχε καθυστέρηση. Δεν έδιναν σημασία στα ρολόγια, δεν τα είχαν ανάγκη. Δεν ζούσαν μ' αυτό το απερίγραπτο άγχος της σημερινής εποχής που όλα υποτίθεται ότι εξελίσσονται αλλά ο άνθρωπος ταλαιπωρείται απίστευτα.Αυτό δείχνουν οι στατιστικές, αυτό οι ψυχιατρικές έρευνες.
Άλλαξε η μέρα, ξημέρωνε κάποια μεγάλη γιορτή με τις ευωδιές από τους κουραμπιέδες, τα παντεσπάνια, τη γιαουρτίνη, την καρυδόπιτα να μεθάει την ατμόσφαιρα, να ταξιδεύουν με τον νοτιά για να μείνουν ώρες,για να θυμίζουν τι σημαίνει γειτονιές με νοικοκυρές! Όσο για εκείνο το ζυμωτό ψωμί που άλλες γυναίκες έψηναν στον δικό τους ξυλόφουρνο κι άλλες πήγαιναν με την πινακωτή στον φούρνο κάτω απ' τις γραμμές, κανένα αρτοσκεύασμα δεν βρήκε που να του μοιάζει, ούτε από τους ακριβότερους φούρνους. Είδε τη μάνα της να ζυμώνει, να το τοποθετεί στην πινακωτή, να το σκεπάζει δίπλα στην ξυλόσομπα κι όταν πέρναγαν οι ώρες και φούσκωνε το φούρνιζε.Στο ξεφούρνισμα ήταν η αναπάντεχη χαρά που ένα μικρό καρβελάκι, το λεγόμενο κουτσουνάκι ήταν για εκείνη που το μοιραζόταν με την φίλη της, είναι η αγαπημένη της μορφή απ' τα παιδικά χρόνια με την οποία κάθε φορά που συναντιούνται αναφέρουν όλα αυτά που ο τσεβρές έφερε μπροστά της. Αφήστε το Πάσχα με τα κουλούρια, ο φούρναρης δεν σταμάταγε να ψήνει , οι λαμαρίνες πηγαινοέρχονταν. Οι νοικοκυρές τότε είχαν τα σπίτια ανοιχτά, κερνούσαν, ετοίμαζαν τα δέματα για τους συγγενείς στην Αθήνα, οπότε τι να έκαναν μια και δυο δόσεις από κουλούρια..
Κοιτούσε το κέντημα με τα δάκρυα πλέον να κυλούν, όχι από λύπη αλλά από αγάπη που πήρε πλουσιοπάροχα όταν εκείνη η γυναικεία παρουσία της δίδασκε πολλά για τη ζωή κι ας ήταν τόσο έντονα τα κινητικά προβλήματα από τα ρευματικά και τα αρθριτικά όπως έλεγαν τότε.Άγγιζε τις κλωστές και την έβλεπε, πάνω στο αναπηρικό καρότσι αργότερα, να κεντάει με τα χεράκια της παραμορφωμένα από το προαναφερόμενο πρόβλημα. Δεν σταματούσαν να δημιουργούν εκείνα τα ευλογημένα χεράκια. Πόσο μεγαλείο! Το μόνο που ζητούσε ήταν να πάει κάποιος να της αγοράσει τις κλωστές και πάντοτε κεντούσε, έπλεκε.
Πίνοντας το τσάι της, θυμήθηκε τα περιοδικά και τις εφημερίδες που της έδινε ο αδερφός της για να τα μεταφέρει στην αγαπημένη της μορφή, η οποία ήταν το καταφύγιο όταν η μάνα της δούλευε, για να έχει να διαβάσει, αφού αγαπούσε πολύ το διάβασμα κι ας είχε την κινητική ταλαιπωρία, ας είχε πόνους.Κάποια στιγμή, ένιωσε πως έπρεπε να σηκωθεί για να της δυναμώσει το ράδιο καθόσον έτσι ήταν ενημερωμένη, άκουγε τις εκπομπές οι οποίες είχαν ουσία, κρατούσαν αξιοπρεπή συντροφιά εκείνα τα χρόνια στους περισσότερους ανθρώπους, πολύ παραπάνω σε όσους δεν είχαν την δυνατότητα να κινηθούν. Το μικρό κορίτσι τότε, πήρε τρανά μαθήματα ζωής από αυτή τη γυναίκα η οποία αξιοποιούσε με τόσο εποικοδομητικό τρόπο τον χρόνο που είχε στο σπίτι, εξαιτίας της έλλειψης δυνατότητας να ζήσει όπως οι άλλοι που κινούσαν τα πόδια και τα χέρια τους άνετα.
Δεν σταμάτησε ποτέ να πιστεύει ότι οι αγαπημένοι μας που έφυγαν για την αιωνιότητα βρίσκουν έναν ξεχωριστό τρόπο να κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Αστείο για πολλούς αλλά δεν την αγγίζουν καθόλου αυτές οι απόψεις.
Ο χρυσοκεντημένος τσεβρές είναι ένας φωτεινός οιωνός, όπως κι άλλα που έρχονται δίχως να τα περιμένουμε, είναι τα μικρά πράγματα που δημιουργούν το όμορφο ταξίδι στο παρελθόν, που μοιάζουν με αναγέννηση λόγω της αστείρευτης ουράνιας πηγής χαράς και δύναμης στην οποία ανήκουν. Αποτελεί ευτυχία αυτό το ύφασμα που πάνω του η θεία Ρουμπίνη, έβαλε όλη της την τέχνη, που οι κλωστές έφευγαν (είπαμε, ταλαιπωρημένα χεράκια, για την ακρίβεια λίγο πριν την αγγύλωση, με έντονη δυσκαμψία) κι αυτή πείσμωνε να το τελειώνει και να γίνει ωραίο, καλό..
Από τότε κοιτάει την κεντημένη της ανακάλυψη που μάλλον είναι αποκάλυψη και χαίρεται σαν το μικρό παιδί που νιώθει ευτυχισμένο όταν τσαλαβουτάει στα νερά, σαν το μικρό χελιδόνι που κάνει το πρώτο του πέταγμα, σαν τις γάτες που χουζουρεύουν τον χειμώνα στον ήλιο, σαν τους σπουργίτες που μετά το χιόνι που τιτιβίζουν χαρωπά, δοξολογώντας τον Δημιουργό!
Υ.Σ Φωτογραφίες από την προσωπική μου συλλογή καθώς και από διαδικτυακή πηγή χωρίς καθόλου δικαιώματα. Το παρόν όπως και όλα τα γραπτά δημιουργήματά μου , ποιητικά ή πεζά, έχουν κατοχυρωθεί πνευματικά.
Με σεβασμό