Η ΣΟΥΣΤΑ ΠΗΓΑΙΝΕ ΜΠΡΟΣΤΑ
Η σούστα πήγαινε μπροστά
κι ο μάγκας τοίχο τοίχο.
Δεν έτυχε στα χρόνια αυτά
τίποτα να πετύχω.
Ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές
του Άι -Γιάννη.
Αχ, πόσα τέτοια ξέρεις και μου λες
που έχουνε πεθάνει.
Με βάλαν πάνω στην κορφή
στ' αγριεμένο κύμα
στης Σμύρνης την Καταστροφή,
στ' άδικο και στο κρίμα.
(1970) 1971: Μουσική Δήμος Μούτσης
Ερμηνεία: Δημήτρης Μητροπάνος
ΒΙΒΛΙΟ
Μάνος Ελευθερίου
Τα λόγια και τα χρόνια
(1963-2013) Τα τραγούδια
ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Οδός Αριστοτέλους
στην Αριστοτέλους που γερνάς.
Έβγαζα απ'τις τσέπες μου φλούδες μανταρίνι
σου 'ριχνα στα μάτια να πονάς.
κι ήταν αρχηγός η Αργυρώ.
Και φωτιές ανάβανε στους απάνω δρόμους
τ' Άη - Γιάννη θα 'τανε θαρρώ.
γέμιζ' η πλατεία από παιδιά.
Κι ήταν ένα πράσινο,πράσινο φεγγάρι
να σου μαχαιρώνει την καρδιά.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Ο καθρέφτης τ’ αϊ-Γιαννιού
Ιούνιος 1884
Στη χώρα δεν την ξέχασαν, και τη θυμούντ’ ακόμα
με τα μεγάλα μάτια της και το μικρό της στόμα
την άμοιρη Ανθούλα.
Όταν χαρούμεν’ η γιορτή τ’ αϊ-Γιαννιού προβάλλει,
τη μελετάει καμιά γριά, κουνώντας το κεφάλι,
με μια κρυφή τρεμούλα.
Και τα κορίτσια την ακούν που τρέχουν διψασμένα
με χίλια δυο καμώματα της μοίρας τα γραμμένα
τη μέρ’ αυτή να ιδούνε,
καθώς οι νιοι που ξενυχτούν με χίλιες πατινάδες
και βγάνουν στα παράθυρα και βλέπουν τις κυράδες,
εκείνες π’ αγαπούνε.
Κι ακούνε για την άμοιρη και κάνουν το σταυρό τους
κι ανατριχιάζουν μια στιγμή, κι από το λογισμό τους
πάλι γοργά τη σβηούνε.
- Τ’ αϊ-Γιαννιού ήταν η γιορτή, δω και σαράντα χρόνια…
Θερίζονται οι θημωνιές, παστρεύονται τ’ αλώνια,
και τα θυμάρι’ ανθούνε.
Τ’ αϊ-Γιαννιού είν’ η γιορτή, κι η ώρα μεσημέρι.
Μπήκεν αψύς ο θεριστής, βαρύ το καλοκαίρι,
φωτιά η αντηλιάδα,
και πουθενά καμιά φωνή, και πουθενά μιαν αύρα,
μόνον ο τζίτζικας βαστά και τραγουδά τη λάβρα,
πιστή του φιλενάδα.
Κι αν ίσκιος πέσει αλλόκοτος κάτου σε γη ή σε τοίχο,
σιγοσεισθεί κάνα κλαρί κι ακούσεις κάναν ήχο
σα γέλιο, σα φωνούλα,
νεράιδες είναι· αλίμονο στον ξέγνοιαστο διαβάτη!
Αυτή την ώρα με καημό δειλά παραφυλάττει
κι η δόλια η Ανθούλα.
Ωραία είναι· μα γι’ αυτό σε πιάνει τόση λύπη!
Ροδάκινο αγένωτο κομμένο που του λείπει
δροσιά, του λείπει χρώμα.
Μια τρίχα μοναχά χρυσή με τη ζωή τη δένει,
και φτάνει ένα φύσημα να πέσει σωριασμένη
γλήγορ’ αργά στο χώμα.
Την ώρα που γεννήθηκε ήτανε μέρα Τρίτη·
απ’ το καντήλι πὄκαιγε μπρος στο Χριστό στο σπίτι
εχύθηκε το λάδι·
είχαν ξεχάσει κι άφησαν τρία κεριά αναμμένα·
κι η μάνα που την έβγαλε στο φως εμπήκε, οϊμένα!
στου τάφου το σκοτάδι.
Την ώρα που γεννήθηκε μια φαρφουρένια γάστρα
έγινε χίλια τρίψαλα· κι ανάμεσ’ από τ’ άστρα
ξεχώρισ’ έν’ αστέρι
και ξάπλωσε κι εχάθηκε… μια κιτριά εμαράθη,
και κουκουβάγιας λάλημα μες στης νυχτιάς τα βάθη
εσκόρπισε τ’ αγέρι.
Μα είναι σήμερα γιορτή, και σήμερα η Ανθούλα
νιώθει κι εκείνη τη χαρά σαν καθεμιά παιδούλα·
μιαν άπειρη παρθένα
κι αν είν’ γκρεμός στα πόδια της, στο θάνατο κι αν τρέχει
με τα δεκάξι χρόνια της στον ουρανό τα έχει
τα μάτια γυρισμένα.
Έχει καημό τη μοίρα της να τη γλυκορωτήσει
μήπως της κάμει φανερό και της ομολογήσει
το νιο που θα της πέσει·
μην ήρθες καλορίζικος εφέτος, αϊ-Γιάννη,
και μες στον κλήδονα κρατάς του γάμου το στεφάνι,
αυτό που θα φορέσει.
Μα δεν επήγε ριζικό στον κλήδονα να βάλει·
δε θέλει για συντρόφισσα καμιά κοπέλαν άλλη
στο μυστικό της να ’χει·
τη μοίρα της κι αγνώριστη την αγαπά με ζήλια·
θέλ’ η στιγμή που καρτερεί με καρδιοχτύπια χίλια
να την εβρεί μονάχη.
Τη μέρ’ αυτή, κάθε χρονιά, καθώς μεσημεριάσει,
που τα στοιχειά λυσσομανούν στις χώρες και στα δάση,
καθείς στον ύπνο πέφτει,
όποια βαστά, σε κάμαρα σκοτεινιασμένη κλειέται
κι ανάφτει μόνο ένα κερί κι ολόγυμνη κρατιέται
εμπρός εις τον καθρέφτη.
Και τ’ ανατρίχιασμα, το φως, το χνούδ’, η ωραιότη
της γύμνιας, όπου ντρέπεται ακόμη και στα σκότη,
δύναμη έχουν τόση,
που η μοίρα πια σκλαβώνεται, κι αν της φυλάγει ταίρι
σαν αστραπή μες στο γυαλί θα τρέξει να το φέρει
και να το φανερώσει.
—Μπρος σε πλατύ κι ολόχρυσο της Βενετιάς κρυστάλλι
ποιά είν’ αυτά τ’ αμύριστα ξεσκεπασμένα κάλλη
που στέκουνε με τρόμον
και το γυαλί σ’ ενός κεριού τη λάμψη δευτερώνει
της όψης τ’ αχνοφέγγαρο και των στηθιών το χιόνι,
το μάρμαρο των ώμων;
Αχ! να ’μουν ο καθρέφτης σας, ω νιάτα τόσο ωραία,
τον πλέον εμορφότερον του κόσμου βασιλέα
θα έδειχνα μπροστά σας,
κι έτσι θα σας ξεπλήρωνα την τόση μου ευτυχία·
γιατί ταιριάζουν βασιλιά μονάχα μεγαλεία
στα κάλλη τα δικά σας,
Είν’ η Ανθούλα η άμοιρη· της φαίνετ’ ο καθρέφτης
της εμορφιάς ο τρυγητής, των μυστικών της κλέφτης,
νομίζει πως τη βλέπει
σαν ένα μάτι αχόρταγο· και ρίχνει τα μαλλιά της
τα φουντωτά κι ολόμακρα, τ’ απλώνει ολόγυρά της
και τα φορεί για σκέπη.
Πότε δειλιάζει μια στιγμή, της έρχεται να φύγει,
και πότε κλει τα μάτια της, και πότε τα ξανοίγει
και διώχνει κάθε φρίκη.
Και λάμπουνε τα μάτια της στ’ αχνόφωτα σκοτάδια
σα δυο ζαφείρι’ ατίμητα, σα δυο χοντρά πετράδια
μέσα στην ίδια θήκη.
Νά! μέσα, μέσα στο γυαλί, θαμπά θαμπά, στα βάθη,
σαν κάποιο νέφος πρόβαλε κι επύκνωσε κι εστάθη.
Τα μάτια της παρθένας,
μαρμαρωμέν’, ασάλευτα, θωρούν αντικρινά της,
οπίσω και παράμερα από τη ζωγραφιά της
νά ξεπετάγετ’ Ένας!
Αγάλι’ αγάλια εμπρός στη νια ξανοίγετ’ η θωριά του,
σα βράχος είναι το κορμί, σαν αστραπή η ματιά του·
το πρόσωπό του αγένειο
το μυστικό ’χει της νυχτιάς και της φωτιάς το χρώμα,
και νιώθεις πως χαμόγελο δε φαίνεται στο στόμα
ποτέ το σιδερένιο.
Αγάλι’ αγάλια δείχνεται ο φοβερός ο ξένος,
βαρύς, συγνεφομέτωπος, και λαμπροφορεμένος,
μ’ αλλόκοτο στεφάνι.
Μαργαριτάρια ή δάκρυα λαμποκοπούν, ποιός ξέρει,
απάνου στο στεφάνι του; κάτι κρατάει στο χέρι,
σα σπάθα, σα δρεπάνι.
Και θα σε πάρω! μια φωνή τα σπλάχνα της ταράζει
και πάλι μες στην όψη του η λυγερή διαβάζει
γραμμένο: θα σε πάρω!
Και τρέμει και ξαφνίζεται, λιγοψυχά και πέφτει,
μα δεν το ξέρ’ η άμοιρη πως μέσα στον καθρέφτη
αγνάντεψε το Χάρο!
Τον άλλο χρόνο το ’νιωσε, στην ώρα τη στερνή της,
όταν της ξαναφάνηκε κι επήρε την ψυχή της
ο άγριος ψυχοκλέφτης
και νιότη, γνώση κι εμορφιά μέσα στον τάφον ρίχνει…
Και σ’ άλλες γελαστούς γαμπρούς, ζωή δροσάτη δείχνει
τ’ αϊ-Γιαννιού ο καθρέφτης!
Η μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δεν μπορεί ν’ αλλάξει
δεν μπορεί να γίνει τίποτε.
Έχυσαν το μολύβι μέσα στο νερό κάτω από τ’ αστέρια
κι ας ανάβουν οι φωτιές.
Αν μείνεις γυμνή μπροστά στον καθρέφτη τα μεσάνυχτα βλέπεις
βλέπεις τον άνθρωπο να περνά στο βάθος του καθρέφτη
τον άνθρωπο μέσα στη μοίρα σου που κυβερνά το κορμί σου,
μέσα στη μοναξιά και στη σιωπή τον άνθρωπο
της μοναξιάς και της σιωπής
κι ας ανάβουν οι φωτιές.
Την ώρα που τέλειωσε η μέρα και δεν άρχισε η άλλη
την ώρα που κόπηκε ο καιρός
εκείνον που από τώρα και πριν από την αρχή κυβερνούσε το κορμί σου
πρέπει να τον εύρεις
πρέπει να τον ζητήσεις για να τον εύρει τουλάχιστο
κάποιος άλλος, όταν θα ’χεις πεθάνει.
Είναι τα παιδιά που ανάβουν τις φωτιές και φωνάζουν μπροστά στις φλόγες μέσα
στη ζεστή νύχτα
(Μήπως έγινε ποτές φωτιά που να μην την άναψε κάποιο παιδί, ω Ηρόστρατε)
και ρίχνουν αλάτι μέσα στις φλόγες για να πλαταγίζουν Πόσο παράξενα μας κοιτάζουν ξαφνικά τα σπίτια, τα χωνευτήρια των ανθρώπων, σαν τα χαϊδέψει κάποια ανταύγεια).
Μα εσύ που γνώρισες τη χάρη της πέτρας πάνω στο θαλασσόδαρτο βράχο
το βράδυ που έπεσε η γαλήνη
άκουσες από μακριά την ανθρώπινη φωνή της μοναξιάς και της σιωπής
μέσα στο κορμί σου
τη νύχτα εκείνη του αϊ-Γιάννη
όταν έσβησαν όλες οι φωτιές
και μελέτησες τη στάχτη κάτω από τ’ αστέρια.
Λονδίνο Ιούλιος 1932
Έντυπο στην πατρική βιβλιοθήκη
Η ομορφιά των εθίμων είναι μοναδική!!Ας τα διατηρούμε κι ας τα μεταλαμπαδεύουμε στις επόμενες γενιές!
Y.Σ Φωτογραφίες από διαδικτυακή πηγή χωρίς δικαιώματα.